Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλοσόφῳ ς

См. также в других словарях:

  • φιλοσοφώ — φιλοσοφώ, φιλοσόφησα, φιλοσοφημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: φιλοσοφώ : η μτχ. φιλοσοφημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που διακρίνεται για φιλοσοφική ενασχόληση, βαθύ προβληματισμό) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιλοσοφώ — φιλοσοφῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος] είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό 2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφώ — φιλοσόφησα, φιλοσοφημένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με τη φιλοσοφία, είμαι φιλόσοφος, βυθίζομαι σε φιλοσοφικές σκέψεις, εμβαθύνω φιλοσοφικά στα πράγματα: Φιλοσοφούμε για την ανθρώπινη ζωή. 2. αντιμετωπίζω τη μοίρα μου με φιλοσοφικότητα, υπομένω κάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοσοφῶ — φιλοσοφέω love knowledge pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοσοφέω love knowledge pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσόφω — φιλόσοφος lover of wisdom masc nom/voc/acc dual φιλόσοφος lover of wisdom masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσόφῳ — φιλόσοφος lover of wisdom masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσόφωι — φιλοσόφῳ , φιλόσοφος lover of wisdom masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιφιλοσοφώ — έω, Μ εκτός τών άλλων φιλοσοφώ κιόλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπί + φιλοσοφῶ] …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • διαφιλοσοφώ — διαφιλοσοφῶ ( έω) (Α) φιλοσοφώ με ζήλο, ερευνώ ως φιλόσοφος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»